- ετεροπλασία
- η1. ο σχηματισμός παθολογικού ιστού από υγιή τού οποίου τα στοιχεία διαφέρουν από εκείνα από τα οποία προήλθαν2. ανάπτυξη φυσιολογικού ιστού σε ανώμαλη θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteroplasia < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + plasm (πρβλ. πλάσις)].
Dictionary of Greek. 2013.